ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΕΝΑΡΕΤΟΥ ΘΕΟΦΩΤΙΣΤΟΥ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΙΩΒ,
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Μ., (1929-2004)
Η του Θεού άπειρη φιλανθρωπία ευδόκησε, ώστε να φανερώσει έναν άγνωστο κρυμμένο εκλεκτό δούλο του, που διέθετε ακλόνητη πίστη και αγάπη στον αναμάρτητο Χριστό και υπηρετούσε το θέλημα του Θεανθρώπου με την καρδιά του. Πρόκειται για τον αξιομακάριστο εν Χριστώ αδελφό Αναστάσιο από ένα χωριό της Μακεδονίας μας, που μετατέθηκε από την στρατευμένη Εκκλησία στην θριαμβεύουσα στις 30 Αυγούστου του 2004.
Ο Θεός διάλεξε τους απλοϊκούς που ο κόσμος θεωρεί μωρούς για να καταντροπιάσει τους σοφούς. Και εξέλεξε όσους ο κόσμος θεωρεί ανίσχυρους για να ντροπιάσει τελικά εκείνους που έχουν κοσμική δύναμη, και διάλεξε ο Θεός εκείνους που έχουν άσημη καταγωγή και τους περιφρονημένους κι εκείνους που τους θεωρούν τόσο τιποτένιους σαν να μην υπάρχουν καν, για να καταργήσει όσους θαρρούν πως είναι κάτι. Και τούτο για να μην μπορεί να καυχηθεί ενώπιον του Θεού κανείς απολύτως. (Α Κορινθίους α; 27)
Τα ανωτέρω αρμόζουν για τον ταπεινό και πολυβασανισμένο, μακαριστό κ. Τάσο, ο οποίος με την έμπρακτη πίστη του στον Χριστό, είχε λάβει πολλά ουράνια χαρίσματα. Γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1929 στην Κ……., ένα χωριό μικρό κοντά στην λίμνη …………
Από μικρό παιδί μπήκε στην βιοπάλη, ήταν ορφανός από πατέρα από την ηλικία των τριών ετών. Στην αρχή ήταν τσομπανάκος, Μετά στα χωράφια, αργότερα στις οικοδομές, χαμάλης σε αποθήκες, καλλιεργητής σε λαχανόκηπους, πλανόδιος μανάβης. Όπως έλεγε ο ίδιος σε ηλικία 16 ετών, σκέφτηκε, ποιο δρόμο να πάρει κι από τότε, έπεσε στο βήμα του Χριστού, στο Ευαγγέλιο, νιώθοντας «σαν επιστρατευμένος». Όταν συναντιόνταν στα βουνά μ’ έναν άλλον πιστό βοσκό τον κ. Νεοκλή, φώναζε ο ένας τον άλλον, σαν σύνθημα και σαν χαιρετισμό. Αγαπάς τον Χριστό; -Ναι, τον αγαπώ! Με την πρώτη ευκαιρία πουλά ένα γομάρι κι αγοράζει μία Καινή Διαθήκη, απ’ αυτές που κυκλοφορούσαν τότε σε παράφραση στην καθομιλουμένη. Αυτό το βιβλίο το έκανε κτήμα του, ώστε να το πονά και να κλαίει γι’ αυτό. Είχε γίνει τόσο βίωμα του, ώστε όταν μιλούσε ανέφερε πάντα κάτι απ’ το Ευαγγέλιο, δύο κεφάλαια μάλιστα τα έλεγε με την αργόσυρτη παιδική φωνή του απ’ έξω: τούς Μακαρισμούς από το κατά Ματθαίον, και από το κατά Ιωάννη το 14ο κεφάλαιο «μη ταράζεται η καρδιά σας… Πιστέψετε εις τον Θεόν και εις εμέ πιστέψετε… στην οικία του πατέρα μου είναι πολλά οικήματα…». Είχε βαθιά αγάπη για την Εκκλησία, για τις ακολουθίες της, τα μυστήρια της. Η λατρεία του Θεού είναι λαχτάρα, έλεγε. Σε ανάπαυε και μόνο που τον έβλεπες γιατί μιλούσε το παράδειγμα του, πράος, ανεξίκακος, εργατικός, πονόψυχος.
Επειδή είχε ζήσει μες στα βουνά από μικρό παιδί, κατανοούσε άπταιστα τα χωρία εκείνα, τις παραβολές ιδίως του Ευαγγελίου που έχουν σχέση με την αγροτική ζωή κι έδινε με χαριτωμένο τρόπο παραδείγματα απ’ τη ζωή στη φύση. Διδακτός Θεού, πράγματι, γιατί σχολείο ούτε τρεις τάξεις δεν πρόλαβε να πάει, κι έλεγε πράγματα που νόμιζες πως είχε διαβάσει πατέρες της Εκκλησίας ενώ αυτός το μόνο που είχε διαβάσει ήταν τα τέσσερα ευαγγέλια απ’ την παλιά, φθαρμένη μα τόσο αγαπημένη του Καινή Διαθήκη. Μα δεν έλεγε μόνο, αλλά και τα εφάρμοζε στην πράξη με την βοήθεια της προσευχής. Έλεγε, αχ Θεέ μου, καθάρισε με από τα κρύφια κι άθελα μου, που βρίσκεται στον 18ο Ψαλμό, (εκ των κρυφίων μου καθαρισόν με) αλλά και στο Γεροντικό: «Κύριε, εκ των κρυφίων μου καθαρισόν με για να μην ντροπιάζομαι στην προσευχή μου».
Στα σαράντα του χρόνια τον βρήκε το «ζάχαρο» που το έλεγε ευλογία. Δέχτηκε την αρρώστια αυτή με τις πολλές επιπλοκές σαν έναν απαραίτητο σταθμό στην ζωή του. Δεν διέκοψε την εργασία του, παρά την ειδική αγωγή (ινσουλίνες, δίαιτα σχετική, συχνούς εργαστηριακούς ελέγχους), αντιθέτως, δούλευε ως τα 67 χρόνια του σκληρά, με την τσάπα, το φτυάρι, τα ποτίσματα στους μπαξέδες που νοίκιαζε, γιατί δεν είχε χωράφια δικά του. Όταν γινόταν η σοδειά, γυρνούσε στο χωριό με το κάρο κι αργότερα μ ένα χειροκίνητο καροτσάκι με τρεις ρόδες και διαλαλούσε, με την αθώα παιδιάστικη φωνή του, την μαναβική του. Πάντα έβαζε στη σακούλα του αγοραστή περισσότερα απ’ όσα ζύγιζε, χώρια που πήγαινε σε αναγκεμένους κι άφηνε κρυφά τα καλύτερα απ’ τα προϊόντα του μόχθου του. Έπαθε πολλές φορές κώμα από υπεργλυκαιμία και το αντίθετο από υπογλυκαιμία, με νοσηλείες σε νοσοκομεία. Λόγω διαβητικής αγγειοπάθειας έπαθε γάγγραινα στο αριστερό πόδι που είχε συνέπεια να του το κόψουν κάτω απ’ το γόνατο, ενώ σε λίγο τυφλώθηκε, λόγω διαβητικής αμφιβληστροπάθειας.
Έτσι καθηλώθηκε, έγκλειστος τα τελευταία 7 χρόνια της ζωής του στο δωμάτιο του «μόνος μόνω Θεώ», Μετακινούμενος μόνο μέσα στο σπίτι μ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι, ενώ και στο άλλο πόδι εμφανίστηκαν έλκη, οιδήματα, μελανά δάχτυλα από γάγγραινα, που του έφερνε πόνους. Κάποτε ένιωθε σαν να του πριονίζουν το πόδι, ενώ δεν έλειπαν οι πόνοι και στο ακρωτηριασμένο – αυτό που ονομάζεται ιατρικώς «φάντασμα μέλος». Όταν όμως τον ρωτούσες τι κάνει, έλεγε, καλύτερα εδώ μέσα, ίσως άμα ήμουν στο πλατάνι, στην πλατεία, να αμαρτανόμουν. Κι έτσι, στην ησυχία, έφτανε στην απαραίτητη γι’ αυτόν αυτοσυγκέντρωση και στην πιο αγαπημένη του ενασχόληση, την προσευχή, που τον τραβούσε σαν μαγνήτης.
Προσεκτικός στα λόγια, ποτέ κατάκριση, αυτός που τόσα χρόνια είχε να βάλει γλυκό στο στόμα του, ποτέ δεν έβγαλε λόγω πικρό για κάποιον ή να ρίξει κάπου μία σκιά, κι όλα αυτά άπιαστα χωρίς να σου δίνει την εντύπωση ότι αυτολογοκρίνεται ή κάτι άγνωστο εντελώς σ αυτόν, να υποκρίνεται. Λες κι είχε υπ’ όψιν του τις συμβουλές του Αποστ. Παύλου στον Τιμόθεο και στον Τίτο, που δεν τις είχε διαβάσει: «να έχεις νήψη σε όλα, κακοπάθησε, κάμε έργο Ευαγγελιστού, να είσαι άμαχος, επιεικής, πράος». Τα πρωινά άκουγε, (από τότε που σταμάτησε να δουλεύει, γιατί προηγουμένως ξυπνούσε απ’ τα χαράματα) από τον σταθμό της Λυδίας το συναξάρι του αγίου της ημέρας και ακούγοντας το ήταν σε κατάνυξη και περισυλλογή. Δες πως είναι η πίστη μας ζωντανή, έλεγε, και στο τέλος ακούγοντας το τροπάριο του αγίου, χαιρόταν. Χαρμολύπη!
Τούς τελευταίους μήνες της ζωής του ήρθαν απανωτές οι επιπλοκές της χρόνιας πάθησής του κι έγιναν πολλές εισαγωγές σε πολλά νοσοκομεία: πνευμονικό οίδημα με ορθόπνοια βασανιστική, στηθαγχικές προσβολές, εμφράγματα σιωπηλά και φανερά, και από κοντά αφόρητοι πόνοι στο γαγγραινιασμένο πόδι, με το ζάχαρο να απορυθμίζεται συχνά, τρυπημένος πόσες χιλιάδες φορές για τις ενέσεις ινσουλίνης, για τις αναλύσεις, σε ράντζα, σε θαλάμους και στην εντατική και από εκεί που ήταν σοβαρά να αναλαμβάνει πάλι. Χαρακτηριστικά ο διευθυντής μιας καρδιολογικής κλινικής είπε απορώντας, πως «αυτός είχε μία μη αναμενόμενη βελτίωση».
Και ο κ. Τάσος σαν άνθρωπος που μπαινόβγαινε σε νοσοκομεία, με φορεία και ασθενοφόρα, είχε βέβαια τα σημάδια της κόπωσης, την έγνοια ότι κουράζει τους άλλους, μια που εξαρτιόταν στις κινήσεις του, όμως στο πρόσωπό του, στην συμπεριφορά του, ήταν έκδηλος ο καρπός του Αγίου Πνεύματος: αγάπη και ενδιαφέρον για όλους, πίστη, ανεκτικότητα, υπομονή, εγκράτεια. Εγκράτεια σε όλα, στη γλώσσα, στην τροφή του που στην περίπτωσή του ήταν κυριολεκτικά και το φάρμακό του. Τηρούσε τις νηστείες και όταν περίμενε να μεταλάβει, όπως όρισε ο εξομολόγος, περίμενε νηστικός ώσπου να ‘ρθει ο παπάς. Μετά την απόλυση, έβλεπες ότι είχε απόπνοια οξόνης λόγω του διαβήτη, και περίμενε με πόθο την θεία Κοινωνία που μ’ αυτήν «παίρνουμε, όπως έλεγε, μερτικό απ’ τον Χριστό».
Κι αφού καθαρίστηκε σαν το χρυσάφι στο καμίνι των θλίψεων με την υπομονή, έφτασε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του να λέει: «Αχ Θεέ μου, σώσε με! Αχ Θεέ μου, συγχώρεσε με! Δώσε μου δύναμη και κουράγιο τ’ όνομα σου να ‘χω στην καρδιά μου. Αχ! τίποτα δε θέλω άλλο». Και τις επόμενες ημέρες δεν παρακαλούσε για τον εαυτό του αλλά έλεγε με φωνή ικετευτική, σαν σε παράκληση, ενώ το ίσο το κρατούσε ο βόμβος απ’ το μηχάνημα που του έδινε οξυγόνο.
– Αχ Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα.., Θεέ μου σώσε την ανθρωπότητα…, σώσε την ανθρωπότητα… και νόμιζες ότι βρισκόταν αλλού…
Και τώρα, εκεί που βρίσκεσαι, αγαθέ και χαριτωμένε κ. Τάσο, στην ουράνια αγαλλίαση, εσύ που δεν γνώρισες μάταιες χαρές του κόσμου τούτου, αλλά τις δωρεές της χάριτος, αιωνία σου η μνήμη….
Αληθινά, είναι ένα πράγμα θαυμαστό, με την πίστη του Χριστού να γίνεται ο άνθρωπος πνευματικός σε όλα κι ακόμα κι ο πιο απαίδευτος «ο τσομπάνος».
“ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ” – ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2005
Πηγή: pigizois.net