Κείμενο του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου
Από μερικούς ασκείται κριτική γιά τήν θεωρία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη σχετικά μέ τήν Ρωμηοσύνη, από τήν άποψη ότι πρόκειται γιά μιά εθνικιστική θεωρία, επειδή συνδέει τήν Ορθοδοξία μέ τόν Ελληνισμό, όπως εκφράσθηκε στό λεγόμενο Βυζάντιο –στήν πραγματικότητα Ρωμανία–, ενώ η Ρωμηοσύνη συνδέεται μέ τήν οικουμενικότητα καί όχι μέ τόν εθνοφυλετισμό. Θεωρώ ότι αυτή η κριτική είναι άδικη καί μή πραγματική, για τέσσερις βασικούς λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι τό ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης μέ τήν θεωρία αυτή στήν πραγματικότητα συνδέει τήν θεολογία μέ τήν ιστορία, γιατί, όπως πολλές φορές έλεγε, δέν είναι δυνατόν νά ερμηνεύση κανείς τήν θεολογία, άν δέν τήν δή μέσα στό ιστορικό πλαίσιό της. Η θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας δέν είναι άσαρκη καί ιδεολογική, δέν είναι ουτοπιστική. Σέ αυτό τό θέμα συνεχίζει τήν σκέψη τού διδασκάλου του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ο οποίος σαφέστατα έκανε λόγο γιά τό ότι η θεολογική συνείδηση είναι ιστορική.
Συγκεκριμένα, ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι στό κείμενό του μέ τίτλο «Οι δρόμοι τής ρωσικής θεολογίας» αναφέρεται σέ αυτό τό θέμα. Κάνει λόγο ότι οι Προτεστάντες στήν κριτική τους εναντίον τής Ρώμης γιά όλες τίς παπικές καινοτομίες έγιναν δημιουργοί τής εκκλησιαστικής ιστορίας, «ως μιάς ιδιαίτερης επιστήμης, καί συνέβαλαν περισσότερο από κάθε άλλον σ’ αυτήν τήν εκκλησιαστική επιστήμη». Τό αντικείμενο αυτής τής έρευνας ήταν νά παρουσιασθή ο «αρχέγονος» Χριστιανισμός, «κάτι πού προηγείται τής ιστορίας τής Εκκλησίας», πράγμα τό οποίο είναι τό βασικό σημείο τού «μοντερνισμού» καί «κρύβει μέσα του ένα είδος απιστίας πρός τήν ιστορία», πού οδηγεί στόν «θετικισμό καί τόν ουμανισμό». Μέ αυτήν τήν άποψη αμφισβητείται η ιστορία καί επιβεβαιώνεται η πίστη.
Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι επιμένει, όμως, ότι αυτή η αντιμετώπιση είναι λανθασμένη, αφού δέν μπορεί νά αποδεσμευθή ο Χριστιανισμός από τήν ιστορία καί νά συνδεθή μέ μιά απλή γνωσιολογική καί ιδεολογική πίστη. Γράφει: «Η θεολογική συνείδηση πρέπει νά γίνη ιστορική. Μόνο άν είναι ιστορική μπορεί ίσως νά γίνη καθολική. Αδιαφορία γιά τήν ιστορία οδηγεί πάντα σέ μιά αιρετική ξηρότητα, σέ μιά δογματιστική διάθεση. Η ιστορική ευαισθησία είναι απαραίτητη γιά τόν θεολόγο, είναι αναγκαίος όρος γιά νά είναι κανείς μέσα στήν Εκκλησία. Οποιοσδήποτε είναι αναίσθητος γιά τήν ιστορία δύσκολα θά είναι καλός Χριστιανός».
Ο Χριστιανισμός συνδέεται αναπόσπαστα μέ τήν ιστορία, είναι μέσα στήν ιστορία, δέν πρόκειται γιά «μιά αποκάλυψη στήν ιστορία, αλλά μάλλον μιά αναφορά στήν ιστορία, στήν ιστορική δράση καί δημιουργία». Ο Χριστός ενηνθρώπησε στόν κόσμο, στήν ιστορία καί δέν μπορεί κανείς νά τόν αποσαρκώση καί η Εκκλησία εργάζεται στήν ιστορία, χωρίς νά εκκοσμικεύεται. Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίον οι Πατέρες πού χρησιμοποίησαν την ελληνική ορολογία γιά νά εκφράσουν τά δόγματα έζησαν καί εργάστηκαν μέσα στήν ιστορία καί μέ αυτήν τήν έννοια «ο Ελληνισμός, ούτως ειπείν, προσέλαβε αιώνιο χαρακτήρα στήν Εκκλησία έχει ενσωματωθή σ’ αυτήν τή δομή τής Εκκλησίας ως η αιώνια κατηγορία τής χριστιανικής υπάρξεως». Επισημαίνει δέ ότι, όταν ο θεολόγος θεωρή ότι «”οι ελληνικές κατηγορίες” είναι απηρχαιωμένες, αυτό απλώς σημαίνει ότι αυτός έχει βγεί έξω απ’ τόν ρυθμό τής Εκκλησίας. Η θεολογία δέν μπορεί ίσως νά είναι καθολική, παρά μόνον μέσα στόν Ελληνισμό». Όταν κανείς αρνήται τούς όρους μέ τούς οποίους διατυπώθηκαν τά δόγματα, καθώς επίσης καί όλη τήν σοφία τής εκκλησιαστικής ζωής καί θέλει «νά επιστρέψη σ’ ένα καθαρά “βιβλικό” θεμέλιο», τότε «τό αποτέλεσμα είναι ότι ολόκληρος ο Χριστιανισμός αποσυντίθεται σέ ουμανιστική ηθική, κατ’ ουσίαν σέ μιά παρωδία μιά τέτοια επιστροφή στήν Βίβλο είναι μιά αυταπάτη».
Βέβαια, ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, όταν ομιλή γιά Ελληνισμό, δέν εννοεί τόν «εθνικό ελληνισμό τής συγχρόνου Ελλάδος ή τής Ανατολής» ούτε τόν «ελληνικό φυλετισμό πού είναι απηρχαιωμένος καί χωρίς δικαίωση», αλλά «τόν Ελληνισμό τού δόγματος, τής λειτουργίας, τής εικόνος».
Αυτήν τήν άποψη τού π. Γ. Φλωρόφσκι συνεχίζει καί ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καί έτσι βλέπει τήν ελληνικότητα (τήν Ρωμηοσύνη) τών Πατέρων τής Εκκλησίας, μέσα από τό δόγμα, τήν λατρεία καί τήν άσκηση καί όχι μέσα από εθνικιστική προοπτική. Η προσπάθεια νά αποσυνθέση κανείς τήν ορθόδοξη θεολογία από τήν ιστορική της έκφραση ουσιαστικά συνδέεται καί μέ τήν αποσάρκωση τού Λόγου τού Θεού από τήν ιστορία. Μιά τέτοια θεώρηση τής ορθοδόξου θεολογίας καταλήγει στήν ουτοπία. Γιατί ουτοπία δέν είναι η θεωρία περί τής Ρωμηοσύνης, αλλά η άρνησή της χάρη μιάς επαναφοράς στήν αρχαία Εκκλησία καί σέ μιά ουτοπιστική οικουμενιστική διάσταση, είναι μιά «ουμανιστική ηθική», «μιά παρωδία», «μιά αυταπάτη», βγαίνει «έξω απ’ τόν ρυθμό τής Εκκλησίας».
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η όλη παράδοση τής Ρωμηοσύνης συνδέεται στενά μέ τόν Ελληνισμό καί τήν Ορθοδοξία, πού εκφράσθηκαν μέ οικουμενικό τρόπο.
Ο Ελληνισμός συνδέεται μέ τό οικουμενικό πνεύμα, όπως φαίνεται στούς αρχαίους φιλοσόφους, αλλά καί τήν δράση τού Μ. Αλεξάνδρου. Η ελληνική γλώσσα, η παιδεία καί η φιλοσοφία διακρίνονται έντονα από τό οικουμενικό πνεύμα. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μέ τήν επέκτασή της σέ όλον τόν κόσμο, στήν πραγματικότητα ήταν ο Ελληνισμός στήν οικουμενική διάστασή του. Μέ τήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαδόθηκε η ελληνική γλώσσα καί η ελληνική παιδεία σέ όλον τόν τότε γνωστό κόσμο καί αναπτύχθηκε η λεγομένη ελληνιστική περίοδος τής ιστορίας. Αλλά καί ο Χριστιανισμός πού επεκτάθηκε στήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καί προσέλαβε τήν ελληνική γλώσσα γιά τήν έκφραση τής πίστεώς του υπήρξε οικουμενικός.
Άλλωστε, όλο τό κήρυγμα τού Χριστού, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων αναφερόταν σέ όλη τήν οικουμένη. Μέ αυτήν τήν έννοια ο Επίσκοπος τής Νέας Ρώμης ονομάσθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης, αλλά καί μέ αυτήν τήν έννοια οι Σύνοδοι πού συνεκλήθησαν νά «οριοθετήσουν» τήν αποκαλυπτική αλήθεια, αντιμετωπίζοντας τούς αιρετικούς, ονομάσθηκαν Οικουμενικές. Η οικουμενικότητα τής ελληνορθοδόξου Παραδόσεως, όπως εκφράσθηκε στήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τό λεγόμενο Βυζάντιο, δέν λειτουργούσε εθνικιστικά. Άλλωστε, ο εθνικισμός βιώθηκε από τούς Φράγκους καί αναπτύχθηκε κυρίως τόν 18ο αιώνα υπό τήν επίδραση τού διαφωτισμού καί τού ρομαντισμού.
Η Σύνοδος τού 1872 στήν Κωνσταντινούπολη κατεδίκασε τόν εθνοφυλετισμό ως αίρεση. Στόν Συνοδικό όρο ο εθνοφυλετισμός χαρακτηρίζεται «καινή δόξα», «φυλετική παρασυναγωγή» καί θεωρείται ξένος πρός τήν Εκκλησία καί πολέμιός της, αντιβαίνει στό Ευαγγέλιο καί ανατρέπει τό πολίτευμά της.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι η Ρωμηοσύνη μέ τήν έννοια τής οικουμενικότητος –όχι τού οικουμενισμού ή τής πολυπολιτισμικότητος– συναντάται σήμερα καί εκτός Ελλάδος.
Ρωμηοί είναι καί αισθάνονται οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί στήν Κωνσταντινούπολη καί στά μέρη τής Τουρκίας. Άλλωστε, εκεί μεγαλούργησε η Ρωμηοσύνη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν αιχμαλωτίσθηκε από τούς Τούρκους, έκανε λόγο γιά τούς Ρωμαίους πού συνάντησε στά μέρη τής Μικράς Ασίας καί εννοούσε τούς Ορθοδόξους Χριστιανούς, σέ αντιδιαστολή μέ τούς Μωαμεθανούς-Οθωμανούς. Άς θυμηθούμε εδώ τόν περίφημο λόγο τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού: «Παραγγελίαν έχομεν τού μή μισήσαι τινά. Αγαπώ τούς Ρωμαίους ως ομοπίστους τούς δέ Γραικούς ως ομογλώσσους».
Ρωμηοί είναι καί αισθάνονται οι Ορθόδοξοι Άραβες τής Μέσης Ανατολής, όπως τούς συνήντησα καί προσωπικά, όταν ευρισκόμουν στόν Λίβανο, πού αυτοαποκαλούνται Ρούμ Ορτοντόξ, σέ αντίθεση μέ τούς Άραβες καί τούς Χριστιανούς αιρετικούς. Μάλιστα καυχώνται καί τό διακηρύττουν επισήμως ότι είναι οι ιθαγενείς κάτοικοι τών περιοχών εκείνων, τούς οποίους βρήκαν οι Άραβες, όταν ήλθαν στήν περιοχή τους. Μέσα από αυτήν τήν προοπτική αγαπούν καί εμάς τούς Ρωμηούς Έλληνες πού κατοικούμε στήν Ελλάδα.
Ρωμηοί είναι καί αισθάνονται οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πού κατοικούν στήν περιοχή τής Αλεξάνδρειας τής Αιγύπτου, καί μέ αυτήν τήν έννοια διαχωρίζονται από τούς Μουσουλμάνους καί Κόπτες. Άς θυμηθούμε τήν αναφορά τής Ρωηοσύνης πού κάνει ο Καβάφης στά ποιήματά του. Στό ποίημά του «Πάρθεν» κάνει λόγο γιά τήν Πόλη, τήν Σαλονίκη, τήν Τραπεζούντα, τήν Ρωμανία καί όπως έχει ειπωθή «ο Καβάφης ζεί σέ μιά γωνιά τής Αφρικής καί αισθάνεται Ρωμιός καί όχι Νεοέλληνας. Αυτό είναι τό βασικό κλειδί γιά τήν κατανόηση τού Καβάφη» (Μανόλης Σαββίδης). Ο ίδιος ο Καβάφης αυτοβιογραφείται: «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης στήν καταγωγή, αλλά γεννήθηκα στήν Αλεξάνδρεια». Έτσι, πρέπει νά ερμηνευθή η οικουμενικότητα τών ανθρώπων αυτών καί η κοσμοπολίτικη συμπεριφορά τους.
Ρωμηοί είναι καί αισθάνονται πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί πού συνάντησα παντού σέ όλον τόν κόσμο, τήν Ευρώπη, τήν Αμερική, τά Βαλκάνια, τήν Ρωσία, όσοι δηλαδή καυχώνται ότι είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καί έχουν αναφορά στήν Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μέ τό οικουμενικό της πνεύμα, σέ αντιδιαστολή μέ τούς Παπικούς καί Προτεστάντες.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έκανε λόγο γιά Ρωμηοσύνη, γιατί ως Καππαδόκης κληρονόμησε από τούς γονείς του τήν ρωμαίϊκη ατμόσφαιρα, έζησε στήν Αμερική, δίδαξε στόν Λίβανο καί τήν Ελλάδα καί ανέπτυξε πολύ τήν έννοια καί τήν ζωή τής Ρωμηοσύνης, πού τήν διέκρινε από τήν Φραγκοσύνη καί, γενικά, τόν ενθοφυλετισμό. Πράγματι, μέσα από τήν προοπτική τής Ρωμηοσύνης μπορούμε νά επικοινωνήσουμε μέ πολλούς Ορθοδόξους πού ζούν σέ ολόκληρο τόν κόσμο καί προέρχονται από διάφορα έθνη καί διάφορες φυλές. Αλλά έτσι μπορούμε νά δούμε καί τούς Ορθοδόξους Χριστιανούς πού διακρίνονται σαφέστατα από τούς παγανιστές-νεοειδωλολάτρες.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης πολλές φορές αναφερόταν στόν λόγο τού Κωστή Παλαμά, ο οποίος υπεστήριζε τόν όρο Ρωμηοσύνη καί μεταξύ τών άλλων έγραφε: «Έλληνες γιά νά ρίχνουμε στάχτη στά μάτια τού κόσμου πραγματικά, Ρωμιοί. Τό όνομα (Ρωμιός) κάθε άλλο είναι παρά γιά ντροπή. Άν δέν τό περιζώνει αγριλιάς στεφάνι από τόν Όλυμπο, τό ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό καί θυμάρι μοσκοβολά καί μπαρούτη». Έτσι η Ρωμηοσύνη διακρίνεται γιά τό οικουμενικό πνεύμα.
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης τά περί Ρωμηοσύνης τά συνέδεσε σαφέστατα μέ τήν ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας. Η Ρωμηοσύνη συνδέεται στενά μέ τόν ησυχασμό. Οι Ρωμηοί Πατέρες ήταν ησυχαστές καί όχι στοχαστές. Έτσι ερμήνευε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης τήν Ρωμηοσύνη. Αναφερόμενος στόν ειδικό γιά ορθόδοξα θέματα Λατίνο Jugie (Ζιουζί) έλεγε ότι αυτός ανήγγειλε τόν θάνατο τής Ρωμηοσύνης καί τού ησυχασμού στήν Ελλάδα. Καί έλεγε ο π. Ιωάννης: «Καί δέν νομίζω ότι πάνε τυχαία αυτά τά θέματα, ησυχασμός-Ρωμηοσύνη. Οπότε τό σχέδιο ήταν, νά σβύση καί τό ένα καί τό άλλο μαζί. Αυτό είναι τό σχέδιο». Αυτό σημαίνει ότι η Ρωμηοσύνη, κατά τόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη, δέν κινείται σέ εθνοφυλετικά πλαίσια, αφού ο Ρωμηός-ησυχαστής έχει ελευθερωθή από τήν φιλαυτία καί διακρίνεται γιά τήν φιλοθεΐα καί τήν φιλανθρωπία, τήν ανιδιοτελή αγάπη καί γι’ αυτό δέν είναι εθνοφυλετικός. Μέσα από αυτήν τήν ησυχαστική-φιλοκαλική πλευρά τής Ρωμηοσύνης μπορούμε νά συναντηθούμε μέ πολλούς Ορθοδόξους Χριστιανούς πού ζούν εκτός Ελλάδος καί ανήκουν σέ άλλα Έθνη, καί θά βιώσουμε τήν οικουμενικότητα τής Ρωμηοσύνης. Μέ αυτόν τόν τρόπο θά βρούμε καί τήν αληθινή ελληνικότητά μας, τήν οποία εξέφρασαν οι άγιοι Πατέρες μας.
Επομένως, όσοι κρίνουν επιπόλαια τήν θεωρία περί Ρωμηοσύνης καί τήν θεωρούν ως εθνικισμό δέν έχουν αντιληφθή ότι αγνοούν τόσο τήν οικουμενικότητά της όσο καί τήν εκκλησιαστικότητά της μέ τήν μετατροπή τής φιλαυτίας σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, καί γι’ αυτό δέν μπορεί νά κλεισθή στούς ποικιλώνυμους εθνικισμούς, όπως τόν ελληνικό, τόν αραβικό καί τόν σλαβικό.
Από το περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου «Εκκλησιαστική Παρέμβαση», τεύχος 183
ΠΗΓΗ: parembasis.gr , zoiforos.gr