Στην θάλασσα του Μαρμαρά, πολύ κοντά στις ανατολικές ασιατικές ακτές και βόρεια του στομίου του κόλπου της Νικομήδειας, βρίσκονται τα πανέμορφα Πριγκηπόνησα, πνιγμένα στα πεύκα και τις αγριελιές, αν και το πέρασμα του «τεχνικού πολιτισμού» του προηγούμενου αιώνα άφησε και εδώ τα ακαλαίσθητα ίχνη του. Στην Πρίγκηπο, το μεγαλύτερο και ωραιότερο ίσως από τα νησιά, και στην κορυφή του νότιου λόφου της, δεσπόζει η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά.
Η παράδοση θέλει το Μοναστήρι να έχει ζωή πάνω από χίλια χρόνια, και συγκεκριμένα να έχει χτιστεί το 963 μ.Χ., όταν βασίλευε στην αυτοκρατορία των Ρωμαίων ο ένδοξος και ευσεβέστατος Νικηφόρος Φωκάς. Η παράδοση, πάλι, υποστηρίζει ότι η θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου δωρήθηκε στο Μοναστήρι από τη γυναικεία Μονή της Ειρήνης της Αθηναίας, η οποία ιδρύθηκε μεν από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β’, αλλά ανακαινίσθηκε αργότερα από τη βασίλισσα Ειρήνη.
Σε χρυσόβουλο του 1158, του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Μανουήλ Α’ Κομνηνού, μνημονεύονται τα Πριγκηπόνησα και τα Μοναστήρια τους, ανάμεσα στα οποία και ο «Κώδωνος», που, κατά τον ιστορικό του 19ου αιώνα Μανουήλ Γεδεών, πρέπει να είναι η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά.
Σύμφωνα με την πραγματεία του Αντ. Μαλέτσκου «Η εν τη νήσω Πριγκήπω ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά», η Μονή πρέπει να ερημώθηκε ή κατά το 1204 από τους “χριστιανούς” Σταυροφόρους, οι oποίοι, στο πέρασμά τους από τη Βασιλεύουσα και την ευρύτερη περιοχή της, προκάλεσαν ανείπωτες καταστροφές, ή κατά την επιδρομή εναντίον του νησιού, το 1302, των πειρατών του Ενετού ναυάρχουGiustiniani, οι οποίοι έκαψαν τα κτίρια του νησιού και άρπαξαν τις περιουσίες των Μονών. Κατά την τοπική παράδοση, όταν οι μοναχοί αντίκρισαν τους πειρατές τουGiustiniani, για ν’ αποτρέψουν την αρπαγή και τη βεβήλωση της εικόνας του Αγίου Γεωργίου από τους Φράγκους, την έκρυψαν μαζί με τ’ αναρίθμητα αναθήματά της μέσα στη γη και από πάνω τοποθέτησαν την αγία Τράπεζα του ναού της Μονής.
Η εικόνα αυτή του Αγίου Γεωργίου έμεινε εκεί χωρίς, ναυποστεί καμιά φθορά, για πολλά χρόνια, μέχρι τη θαυματουργική εύρεσή της: Κάποιος βοσκός είδε στον ύπνο του τον Αη-Γιώρ¬γη, που τον προέτρεπε ν’ ανεβεί στο λόφο και να τον βρει, σκάβοντας εκεί όπου θ’ άκουγε να χτυπούν «κουδούνια». Και πραγματικά -τι θαύμα!-, κάνοντας όπως τον πρόσταξε ο Άγιος, βρήκε την εικόνα του στολισμένη με μια αρμαθιά «κουδούνια» και επανίδρυσε τη Μονή. Από τότε δίνονται στους προσκυνητές και κουδουνάκια, ως ευλογία του Αγίου, τα οποία, σύμφωνα με δικές τους ομολογίες, σε πολλές περιπτώσεις θαυματουργούν.
Η επανίδρυση αυτή τοποθετείται από τον Μανουήλ Γεδεών, που στηρίζεται σε γραπτέςπηγές, στα 1628, ενώ από τον P. Janin στα 1625, κατά τη βασιλεία του σουλτάνου Μουράτ Δ’. Ο σύγχρονός μας Ακύλας Μήλλας, όμως, τοποθετεί την επανίδρυση της Μονής στον επόμενο αιώνα. Την ίδια άποψη έχει, άλλωστε, και ο Αντ. Μαλέτσκος, ο οποίος την προσδιορίζει κάπου στα 1751-52, επικαλούμενος πατριαρχικά Σιγίλλια, όπου για πρώτη φορά αναφέρεται η Μονή. Πραγματικά, το πατριαρχικό Σιγίλλιο του 1760 προσδιορίζει την ανέγερση της Μονής οκτώ χρόνια πριν από τηνέκδοσή του, από κάποιον μοναχό Ησαΐα, ο οποίος, επιδιώκοντας την ανεξαρτησία της από τον επιχώριο Επίσκοπο, ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να την εντάξει στις σταυροπηγιακές Μονές. Το αίτημά του έγινε δεκτό, και από τότε η Μονή δεν έπαψε να λειτουργεί ως σταυροπήγιο μέχρι τις ήμερες μας.
Ο μοναχός Ησαΐας έχτισε το παλαιό Καθολικό της Μονής, στο όνομα τουΑγίου Γεωργίου, πάνω από το Αγίασμα και το κόσμησε με μαρμάρινο προσκυνητάρι. Το προσκυνητάρι αυτό, που το βλέπουμε σήμερα μόλις μπούμε στο Αγίασμα και πριν κατέβουμε τη σκάλα, έχει χαραγμένο το όνομα του Ησαΐα με την ένδειξη “κτήτωρ” και με χρονολογία 1754.
Το 1830 ο ηγούμενος Θεοφάνης ανακαίνισε το μαρμάρινο τέμπλο του παλαιού Καθολικού, όπως μαρτυρεί χαρακτή επιγραφή στην μπροστινή όψη της μαρμάρινης αγίας Τραπέζης. Το τέμπλο αυτό κοσμούν σήμερα νέες εικόνες, βυζαντινής τεχνοτροπίας, που φιλοτεχνήθηκαν με τη φροντίδα του ιερομονάχου Ιωακείμ Χατζιδάκι. Ο π. Ιωακείμ, πάντως, δεν πρόλαβε, δυστυχώς, να τις δει, καθώς εκοιμήθη τ0 1996.
Ο μοναχός Ησαΐας, ανάμεσα στα 1751 και τα 1760, έχτισε, εκτός από το ναό του Αγίου Γεωργίου, και ναΰδριο προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, το γνωστό ως Παναγία Βλαχέρνα. Βρίσκεται στ’ αριστερά μας, καθώς κατεβαίνουμε προς την κάτω αυλή του Αγιάσματος, και σήμερα είναι υπόγειο, γιατί 150 χρόνια αργότερα, το 1905, χτίστηκε από πάνω του το σημερινόνέο Καθολικό. Ο μοναχός Ησαΐας έχτισε και «αυτάρκη κελλία»,όπως μας βεβαιώνει το Σιγίλλιο που προαναφέραμε. Αργότερα χτίστηκε και το παρεκκλήσιο του Αγίου Χαραλάμπους.
Όταν ο μοναχός Ησαΐας αντιμετώπισε, ως ηγούμενος της Μονής, οικονομική δυσκολία, ζήτησε, με την σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τη συνδρομή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. η Λαύρα ανταποκρίθηκε πρόθυμα, όχι μόνο ενισχύοντας οικονομικά τη Μονή, αλλά και θέτοντάς την υπό την προστασία της. Αργότερα, λόγω σχετικής αδυναμίας της Μεγίστης Λαύρας, την προστασία της Μονής ανέλαβε η Συντεχνία των Μπακάληδων τηςΚωνσταντινουπόλεως και στη συνέχεια, το 1781, η Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας της Πελοποννήσου, καθιστώντας τον Κουδουνά Μετόχι της. Το ιστορικό της μετοχιοποιήσεως της Ιεράς Μονής του Αγίου Γεωργίου έχει καταγραφεί με λεπτομέρεια στον κώδικα της Αγίας Λαύρας, όπως μας πληροφορεί ο Α. Μήλλας στό βιβλίο του «Η Πρίγκηπος».
Όταν, το 1826, η Αγία Λαύρα καταστράφηκε, τη διαχείριση της Μονής ανέλαβε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1852, πάντως, με σύμφωνη γνώμη της Πύλης, οι Αγιολαυρίτες έστειλαν πάλι ηγούμενο στον Κουδου¬νά.
Το 1867, ο ιερομόναχος Σεραφείμ Γεωργίου έχτισε το μικρό παρεκκλήσιο των Αγίων Αποστόλων στην είσοδο της Μονής, που τότε ήταν πλάι στο Αγία¬σμα. Το 1884 ο ιερομόναχος Αρσένιος Ρουφογάλης έχτισε το σημερινό ηγουμενείο, όπως μας πληροφορεί μαρμάρινη επιγραφή πάνω από την είσοδό του. Δέκα χρόνια αργότερα, στον μεγάλο σεισμό του 1894, το Καθολικό της Μονής, τα παρεκκλήσια και τα κελλιά υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Οι μοναχοί τα υποστύλωσαν με ξύλινα δοκάρια, ώσπου την ηγουμενία ανέλαβε ο αείμνηστος Διονύσιος Παϊκόπουλος, άνδρας πανεπιστημιακής μορφώσεως και μεγάλων ικανοτήτων. Ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος, εκμεταλλευόμενος τηνευκαιρία των ζημιών που προκάλεσε ο σεισμός, αντί να επισκευάσει το παλαιό Καθολικό, πράγμα που έκανε αργότερα, έχτισε νέο περικαλλή ναό, πολύ μεγαλύτερο και σε περίοπτη θέση, όμοιο με το Καθολικό της Μονής της μετανοίας του στα Καλάβρυτα. Ο ναός χτίστηκε το 1906, όπως δηλώνει μαρμάρινη επιγραφή πάνω από παραπόρτι του ιερού, ενώ τα εγκαίνιά του έγιναν με κάθε μεγαλοπρέπεια στις 10 Σεπτεμβρίου του 1908. Ένα χρόνο αργότερα χτίστηκε και το καμπαναριό. Έτσιολοκληρώθηκαν τα κτίρια της Μονής.
Μια μεγάλη πυρκαϊά, όμως, το καλοκαίρι του 1986, αποτέφρωσε το τετραώροφο οικοδόμημα των κελλιών που βρισκόταν εκεί, που σήμερα βλέπουμε μια μεγάλη ταράτσα. Εννέα χρόνια αργότερα καταστράφηκε από πυρκαϊά και το ηγουμενείο. Το 1997, με φροντίδα του Παναγιωτάτου Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, επισκευάστηκε το ηγουμενείο και εξωραΐστηκαν ο ναός του Αγίου Γεωργίου, όλα τα παρεκκλήσια καθώς και ο περιβάλλων χώρος.
Θα ήταν, όμως, παράλειψη να μην αναφέρουμε και λίγα στοιχεία για την πνευματική προσφορά του Μοναστηριού και την εν γένει βοήθειά του όχι μόνο προς τους Ρωμιούς, αλλά και προς όλους τους αλλογενείς της Βασιλεύουσας και της ευρύτερης περιοχής. Ο Αη-Γιώργης ο Κουδουνάς ήταν για αιώνες το άσυλο των φρενοβλαβών -των πειραγμένων, όπως τους έλεγαν. Όταν έφερναν τους πειραγμένους, κατά τη διάρκεια της νύχτας τους έδεναν σε σιδερένιους χαλκάδες, που ήταν στερεωμένοι στο δάπεδο του ναού (του παλαιού Καθολικού), μπροστά στην εικόνα του Αγίου, ενώ την ήμερα τους έβγαζαν έξω, στον κήπο της Μονής. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς θεραπεύονταν, και μετά, από ευγνωμοσύνη, παρέμεναν για κάποιο χρονικό διάστημα στο Μοναστήρι, προσφέροντας σ’ αυτό εθελοντική εργασία. Δυστυχώς, όμως, κατά την ανακαίνιση του 1987, όταν τοποθετήθηκαν μαρμάρινα δάπεδα στα παρεκκλήσια και στο Άγιασμα, αφαιρέθηκαν όλοι οι χαλκάδες. Σύμφωνα με πληροφορία του Α. Μήλλα, το 1862 ο Βυζάντιος Σκαρλάτος γράφει, πώς «εις τον ναόν του μοναστηρίου τούτου μεταφέρονται ανέκαθεν οι φρενοβλαβείς προς θεραπείαν, και η φράσις”είναι διά τον Κωδωνάν» αναλογεί παρά τοις ενταύθα χριστιανοίς σήμερον προς την των αρχαίων εκείνην: “πλεύσαις εις Αντίκιρραν…”». Βέβαια, αρκετοίΦράγκοι περιηγητές του 19ου αιώνα, με τον ορθολογισμό που τους χαρακτήριζε, δεν παρέλειψαν να ειρωνευθούν στις σημειώσεις τους τους “βάρβαρους” καλογήρους, που “δεν γνώριζαν τις νέες μεθόδους της επιστήμης”. Δεν είχαν, βέβαια, όλοι την ίδια γνώμη. Πολλοί έβλεπαν έκπληκτοι τα θαύματα του Αγίου. Η LadyHornby, για παράδειγμα, που από το 1856, -σύμφωνα μεπληροφορία και πάλι του Α. Μήλλα- επισκέφθηκε αρκετές φορές το Μοναστήρι, με δέος παρατηρούσε κάθε φορά τους σιδερένιους χαλκάδες στις πλάκες του δαπέδου, μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Η ίδια αναφέρεται και στα διάφορα αναθήματα-προσφορές, όσων κατά καιρούς θεραπεύθηκαν.
Τα θαύματα του Αγίου ήταν και είναι πολλά όχι μόνο προς τους Ρωμιούς, οι οποίοι του έτρεφαν πάντοτε μεγάλη ευλάβεια -παλαιότερα δεν υπήρχε ρωμαίικη οικογένεια που να μην επισκεπτόταν τουλάχιστον μία φορά το χρόνο τον Κουδουνά-, αλλά και χωρίς εξαίρεση προς όλους, όσοι με πίστη προσέρχονται στη χάρη του. Έτσι εξηγείται η μεγάλη προσέλευση αλλοθρήσκων στο Μοναστήρι απ’ όλη σχεδόν την Τουρκία. Η μεγάλη σιδερένια πύλη τουΜοναστηρίου, όπως μας πληροφορεί η χαραγμένη σε οθωμανικά και ρωμαίικα επιγραφή της, προσφέρθηκε από τον μουσουλμάνο Ρασούλ εφέντη, ως δώρο ευγνωμοσύνης προς τον Άγιο, για την θεραπεία της συζύγου του.
Στις 23 Απριλίου, την ημέρα δηλαδή που εορτάζει ο Άγιος και πανηγυρίζει το Μοναστήρι, δεκάδες χιλιάδες προσκυνητές καταφθάνουν, όχι μόνο από την Κωνσταντινούπολη αλλά και από άλλες πόλεις, για ναπροσκυνήσουν το Μεγαλομάρτυρα και να ζητήσουν την βοήθειά του στα προβλήματά τους. Σχεδόν όλοι αυτοί οι προσκυνητές είναι αλλόθρησκοι. Πολλοί θα επιστρέψουν αργότερα, για να ευχαριστήσουν τον Αη-Γιώργη, που άκουσε την προσευχή τους και ικανοποίησε την επιθυμία τους, φέρνοντας και το απαραίτητο λάδι για το καντήλι του. Με συγκίνηση τους ακούς τότε να εξιστορούν ένας το πώς γιατρεύτηκε το παιδί του, άλλη το πώς έγινε μητέρα ύστερ’ από πολλά χρόνια ατεκνίας, τρίτος το πώς απέκτησε σπίτι κ.ο.κ.
Το δεύτερο πανηγύρι του Μοναστηριού γίνεται στις 24 Σεπτεμβρίου, εορτή της Παναγίας της Μυρτιδιωτίσσης και της Αγίας πρωτομάρτυρος Θέκλης. Και με την ευκαιρία αυτή, συρρέει πάλι μεγάλο πλήθος προσκυνητών.