Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΙΕΣ

Κωνσταντνος Χολέβας

Πολιτικός Ἐπιστήμων

            Μέσα σέ ὅλη τήν πνευματική σύγχυση τῆς ἐποχῆς μας παρατηροῦμε ὁρισμένους διανοητές νά ἀμφισβητοῦν τή συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί νά ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Νέος Ἑλληνισμός «κατασκευάσθηκε» τόν 19ο Παιδείας καί Θρησκευμάτων. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δογματίζουν αὐθαιρέτως καί ἀγνοοῦν ἤ διαστρέφουν τίς πάμπολλες ἱστορικές πηγές, οἱ ὁποῖες ἀποδεικνύουν τήν ἐθνολογική καί πολιτιστική συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ. ὑπενθυμίζουμε μερικές χρήσιμες ἱστορικές ἀλήθειες: αἰῶνα καί ὅτι ἡ σχέση μας μέ τούς Ἀρχαίους Ἕλληνες καί τό Βυζάντιο-Ρωμανία εἶναι μύθος «ἐθνικιστικός». Βεβαίως στή χώρα μας ἔχουμε καί ὀρθῶς ἐλευθερία ἐκφράσεως. Ὅμως ἡ ἀνησυχία μας αὐξάνεται ὅταν τέτοιες ἀνιστόρητες ἀπόψεις ἐκφράζονται ἀπό συγγραφεῖς σχολικῶν βιβλίων καί ἀπό στελέχη πού διορίζονται σέ καίριες θέσεις τοῦ πάλαι ποτέ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας. 

            Μπορεῖ τό Βυζαντινό κράτος νά ἦταν πολυεθνικό καί ὁ Αὐτοκράτωρ νά διατηροῦσε γιά πολιτικούς λόγους τόν τίτλο «Βασιλεύς Ρωμαίων», ὅμως μέσῳ τῆς παιδείας καί τῆς γλώσσας τό κράτος διεκήρυττε τήν ἑλληνικότητά του. Ἡ Αἰνειάδα τοῦ Βιργιλίου, τό ἔπος τῆς λατινικῆς Ρώμης, οὐδέποτε ἐδιδάχθη σἐ ὁποιαδήποτε βαθμίδα τῆς ἐκπαιδεύσεως, ἐνῷ ἀντιθέτως μικροί καί μεγάλοι μάθαιναν ἀπό στήθους τά Ὁμηρικά ἔπη.

            Τό 1250, μετά τήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Σταυροφόρους,  ὁ Αὐτοκράτωρ τῆς Νικαίας Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης γράφει πρός τόν Πάπα Νικόλαο Θ΄ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί Αὐτοκράτορες χρησιμοποιοῦν  τόν τίτλο «Βασιλεύς Ρωμαίων», ἀλλά κατάγονται ἀπό τό ἀρχαῖο γένος τῶν Ἑλλήνων, τό ὁποῖο γέννησε τή σοφία τοῦ κόσμου. Προσθέτει δέ ὅτι στούς Ἕλληνες ἐδόθη ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο ἡ Πόλις καί ὅτι οἱ οἰκογένειες Δούκα καί Κομνηνῶν εἶναι ἑλληνικές. (1)

            Κατά τή συγκινητική τελευταία ὁμιλία του πρός τούς πολιορκημένους στίς 28-5-1453 ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος -ὅπως καταγράφει ὁ Φραντζῆς- χαρακτηρίζει τούς ὑπηκόους του ἀπογόνους Ἑλλήνων καί Ρωμαίων καί τήν Κωνσταντινούπολη καταφύγιο τῶν Χριστιανῶν, «ἐλπίδα καί χαράν πάντων τῶν Ἑλλήνων».

            Στή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἡ ἑλληνική συνείδηση διατηρεῖται στίς ψυχές τῶν κατατατρεγμένων προγόνων μας χάρις κυρίως στούς ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες. Γύρω στό 1700 ὁ φλογερός ἱεροκῆρυξ καί Ἐπίσκοπος Κερνίτσης καί Καλαβρύτων Ἠλίας Μηνιάτης ὁμιλῶν στή Βενετία παρακαλεῖ ὡς ἑξῆς τήν Παναγία: «Ἕως πότε πανακήρατε Κόρη τό τρισάθλιον Γένος τῶν Ἑλλήνων ἔχει νά εὑρίσκεται εἰς τά δεσμά μιᾶς ἀνυποφέρτου δουλείας….». (2)

            Κατά τήν περίοδο αὐτή χρησιμοποιοῦνται καί τά τρία χαρακτηριστικά ὀνόματα:Ἕλλην, Ρωμηός, Γραικός. Τό Γραικός στό στόμα τῶν ξένων δέν ἔχει πάντα θετική σημασία, ὅμως χρησιμοποιεῖται καί ἀπό πολλούς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες συγγραφεῖς. Π.χ. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στά τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος ὀνομάζει τήν Ἑλλάδα Γραικία (3). Τήν σύνθεση καί τῶν τριῶν ὀνομάτων βλέπουμε στό ποίημα «Ἅλωσις Κωνσταντινουπόλεως» τοῦ Ἐπισκόπου Μυρέων Ματθαίου τό 1619:

            Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον στό γένος τῶν Ρωμαίων….

            Ὦ, πῶς ἐκαταστάθηκε τό γένος τῶν Ἑλλήνων…

            Σ’ἐμᾶς εἰς ὅλους τούς Γραικούς νά ἔλθῃ τούτ’ τήν ὥρα. (4)

            Οἱ Ἕλληνες ἀκόμη καί μέσα στή δυστυχία καί τή μερική ἀγραμματωσύνη λόγῳ δουλείας- δέν λησμονοῦν τίς ἀρχαῖες ἑλληνικές ρίζες τους. Ἀπό τό 1529 μέχρι τό 1821 τό δημοφιλέστερο λαϊκό ἀνάγνωσμα εἶναι «Ἡ Φυλλάδα τοῦ Μεγαλέξανδρου» πού θυμίζει τή δόξα τῶν Ἑλλήνων Μακεδόνων. Στούς νάρθηκες πολλῶν ναῶν καί μοναστηριῶν ζωγραφίζουν οἱ ἁγιογράφοι τούς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφούς γιά νά δείξουν στό ἐκκλησίασμα καί στούς μαθητές τῶν Κρυφῶν Σχολειῶν ποιά εἶναι ἡ πραγματική καταγωγή τους. Λίγα χρόνια πρίν ἀπό τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση οἱ ναυτικοί μας τοποθετοῦν στά πλοῖα τους ὡς ἀκρόπρωρα τά κεφάλια μεγάλων μορφῶν τῆς Ἀρχαιότητος, ὅπως τοῦ Θεμιστοκλέους κ.ἄ.

            Ἀλλά καί ἡ σύνδεση μέ τή βυζαντινή Ρωμηοσύνη ( ὁ ὅρος ἀπό τή Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη) παραμένει σταθερή καί διατρανώνει  τή συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τά Συντάγματα τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων τοῦ Ἀγῶνος (1821-1827) καθιερώνουν ὡς νομοθεσία τῆς Νέας Ἑλλάδος «τούς νόμους τῶν Χριστιανῶν ἡμῶν Αὐτοκρατόρων». Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ πρῶτος Κυβερνήτης τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδος, θεσμοθετεῖ τήν Ἑξάβιβλο τοῦ Κωνσταντίνου Ἀρμενοπούλου, ἕναν βυζαντινό κώδικα τοῦ 1345, ὡς τό ἀστικό δίκαιο τῆς χώρας καί τοῦτο ἴσχυσε μέχρι τό 1946! 

            Οἱ ἀγωνιστές τοῦ 1821 αἰσθάνονταν ὅτι συνεχίζουν καί τήν ἀρχαία ἑλληνική καί τή βυζαντινή παράδοση. Σέ ἰταλική ἐφημερίδα τοῦ 1821 ἀναφέρονται τά λόγια τοῦ Ἀθανασίου Διάκου ὅτι ἀγωνίζεται «γιά τόν Χριστό καί γιά τόν Λεωνίδα» (5).  Καί ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συζητῶντας μέ τόν Ἄγγλο Ναύαρχο Χάμιλτον θεωρεῖ ἑαυτόν ὡς συνεχιστή τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε συνθηκολόγησε, καί χαρακτηρίζει τό Σοῦλι καί τή Μάνη μαζί μέ τούς κλεφταρματολούς ὡς τή φρουρά τοῦ τελευταίου Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος.

            Εἶναι, λοιπόν, ἀντεπιστημονική θέση καί φανατική ἰδεοληψία ἡ προσπάθεια νά μᾶς πείσουν κάποιοι ὅτι δῆθεν μέχρι τό 1821 δέν ξέραμε ποιοί εἴμαστε καί ὅτι ὁρισμένοι διανοητές δημιούργησαν ἕνα τεχνητό νεοελληνικό ἔθνος. Ὅσοι ψάχνουν γιά τεχνητά ἔθνη ἄς μήν ματαιοπονοῦν ἀλλοιώνοντας τήν ἐλληνική Ἱστορία. Ἄς κοιτάξουν λίγα πρός βορρᾶν καί θα βροῦν τό τεχνητό «μακεδονικό ἔθνος» τῶν Σκοπίων. Ἐμεῖς θά μελετοῦμε τήν ἱστορική ἀλήθεια χωρίς φόβο καί πάθος καί θά διατηροῦμε τήν ἑλληνική μας συνείδηση ἐνθυμούμενοι ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δεχόμαστε τόν γνήσιο πατριωτισμό καί ἀπορρίπτουμε τά δύο ἄκρα:Τόν ἐθνοφυλετισμό καί τόν ἐθνομηδενισμό.

 

(1)    Ἀπ. Βακαλοπούλου, Πηγές Ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Α΄τόμος, Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 50-53.

(2)    Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία, ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, Ἀθήνα 1988, σελ. 207.

(3)    Στό ἔργο του «Ὁμολογία Πίστεως». Κυκλοφορεῖται ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Παροναξίας σέ πανομοιότυπη ἔκδοση τῆς Α΄ ἐκδόσεως τοῦ 1819, Νάξος 2009.

(4)    Ἀνθολογεῖται στή «Βυζαντινή Ποίηση» τοῦ Γεωργίου Ζώρα. Τό βρῆκα στό βιβλίο τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ:1204, ἡ Διαμόρφωση τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ, Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2007 ( Β΄ἔκδοση), σελ. 44.

(5)    Κωνσταντίνου Σάθα «Ἕλληνες Στρατιῶται ἐν τη Δύσει», ἐκδόσεις ΦΙΛΟΜΥΘΟΣ, Ἀθήνα 1993, σελ. 65.